εικοσάδραχμος

εικοσάδραχμος
-η, -ο
1. αυτός που έχει αξία είκοσι δραχμών
2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάδραχμο
νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών, εικοσάρικο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”